- στενεόσαυρος
- ο, Ν(παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος πρωτόγονων ερπετών, κροκοδείλων τών οποίων υπολείμματα ανακαλύφθηκαν σε πετρώματα τού ιουρασικού στη νότια Αμερική, στην Ευρώπη και στη βόρεια Αφρική.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.